Η νοσταλγία είναι το νέο κιτς

Γιατί η USB γραφομηχανή είναι το πιο άσχημο πράγμα που έχω δει τελευταία

Το ασπρόμαυρο και βωβό «The Artist» σαρώνει στα Όσκαρ. Το «Hugo» επίσης. Οι Inspiral Carpets έχουν κάνει Κυψέλη-Παγκράτι την απόσταση μεταξύ Αγγλίας και Αθήνας. Και μια γραφομηχανή συνδέεται με τον υπολογιστή ή το iPad για να ξυπνήσει μέσα σας τον Tennessee Williams. Δεν έχω τίποτα εναντίον της νοσταλγίας. Με τη σύγχυση στο μυαλό μας προβληματίζομαι.

«Η νοσταλγία είναι άρνηση – άρνηση του επώδυνου παρόντος», λέει ο Michael Sheen στο «Μεσάνυχτα στο Παρίσι». Αμέσως σκέφτομαι μια ηλικιωμένη γυναίκα που βλέπει βουρκωμένη στις παλιές ελληνικές ταινίες την Πανεπιστημίου να είναι διπλής κατεύθυνσης. Δεν θυμάται ότι εκείνη την εποχή οι δάσκαλοι μαύριζαν τα παιδιά στο ξύλο ή ότι οι νοικοκυραίοι χούφτωναν τις ψυχοκόρες-υπηρέτριες πίσω από την πλάτη των συζύγων τους. Αυτό που την κάνει να αναπολεί αυτές τις ασπρόμαυρες εποχές είναι ότι φοβάται να κυκλοφορήσει νύχτα στη γειτονιά της γιατί κάποιος κακομοίρης μπορεί να τη σύρει στο πεζοδρόμιο για να της κλέψει την τσάντα. Δεν έχει άδικο, αλλά ο Αυλωνίτης και ο Σταυρίδης δεν βοηθούν και πολύ.

Στη σφαίρα της κουλτούρας του θεάματος, η νοσταλγία ξεφεύγει απ’ αυτή την πολιτική και κοινωνική διάσταση. Εκφράζει πια την εξάντληση από την new media υπερπληροφόρηση και υπερεμπλοκή, μαζί με μια ανάγκη επιστροφής στην πιο ανέμελη ψυχαγωγία. Κάπως έτσι εννοώ την απόλαυση του προϊόντος χωρίς παρελκόμενα. Το «The Artist» μας γυρνάει σε μια εποχή που το κοινό έμπαινε στην αίθουσα, έβλεπε την ταινία και επέστρεφε σπίτι για ύπνο. Χρόνια αργότερα, η εμπειρία έχει αναβαθμιστεί. Μεταξύ αίθουσας και σπιτιού παρεμβάλλεται μια αλυσίδα κατανάλωσης που περιλαμβάνει check-in στο GetGlue, ανάρτηση κριτικής στο IMDb και αγορά αναμνηστικών. Δεν είναι κακό, προκαλεί όμως μια τρομερή κούραση και αμφιθυμία. Συγκρίνετε πώς βλέπαμε τα Όσκαρ παλιότερα και τώρα. Κάποτε ήταν μια μαγική βραδιά ανάμεσα στις 365 του χρόνου και τώρα είναι ένα ολόκληρο εξάμηνο προετοιμασίας με προβλέψεις και Blogoscars. Πότε το απολαμβάνατε περισσότερο;

Ο σύγχρονος καταναγκασμός της ψυχαγωγίας έχει πολλά ονόματα. Τόσα όσα τα νέα μέσα. Αυτό οδηγεί σε μια ανώμαλη ανάγκη να επιστρέψουμε στο παρελθόν. Από την μία είναι υπέροχο που μπορούμε να ανακαλύψουμε νέες μουσικές στο Juno Records και στο MySpace, αλλά από την άλλη αισθανόμαστε τόση κόπωση από το τρέξιμο να τα προλάβουμε όλα, ώστε εύκολα υποκύπτουμε σε άλλη μια εμφάνιση των Inspiral Carpets. Το ίδιο θα μπορούσε να παρατηρήσει κάποιος για τη USB γραφομηχανή. Αυτό το σχιζοφρενικό gadget δίνει ένα νέο ορισμό στην έννοια του κιτς. Αφού δηλαδή οι ιθύνοντες της Silicon Valley έσπασαν το κεφάλι τους για να μας πείσουν ότι η νέα εποχή απαιτεί να αφήνουμε δαχτυλιές σε οθόνες αφής, εμείς ισοπεδώνουμε τα πάντα νοσταλγώντας τη γραφομηχανή. Την οποία, σημειωτέον, οι περισσότεροι έχουμε δει μόνο σε φωτογραφίες. Κιτς τελικά δεν είναι τα φωτιστικά κήπου-νάνοι ή τα ρούχα του Φλωρινιώτη, αλλά το στείρο καλαίσθητο ρετρό. Όπως αυτοί οι παλαιομοδίτικοι μαυροπίνακες στα ελληνικά μεζεδοπωλεία, που είναι διακοσμημένοι με μοτίβα της παλιάς Αθήνας και αναγράφουν σε ευρώ την τιμή του τσίπουρου και της μελιτζανοσαλάτας. Πολλοί τους βρίσκουν γλυκούλικους. Προσωπικά θα ήθελα να γίνουν πριονίδι.

Το πώς η νοσταλγία μπορεί να γίνει νερόβραστη, το αποδεικνύουν περίτρανα οι αμερικανικές σειρές. Το «Mad Men» είναι ένα δοκίμιο για τη σκοτεινή πλευρά του αμερικανικού ονείρου. Πότε γίνεται αυτή η εκπληκτική σειρά απλώς γραφική; Όταν το κέντρο βάρους μετατοπίζεται από τα κέρατα που ρίχνει ο Don Draper στο πώς επηρέασε αυτή η εκπληκτική σειρά τα fashion revivals και την επιστροφή των old-fashioned κοκτέιλς. Το ζουμί είναι στον σεξισμό και το ρατσισμό της εποχής. Οι ραφές των κοστουμιών απλώς γλυκαίνουν το μάτι. Μια άλλη σειρά, το «Pan Am», αποθεώνει τις στιλιστικές λεπτομέρειες των ’60s. Νιώθεις σαν να βρέθηκες σε ένα παλαιοπωλείο και να φυλλομετράς παλιά τεύχη του Life. Το ευχαριστιέσαι για λίγο, αλλά σύντομα θέλεις να πατήσεις το on στο Kindle σου. Μέχρι να κατρακυλήσεις πάλι σε σκέψεις για τη μαγεία της υφής του χαρτιού και την απειλή της απόλαυσης της ανάγνωσης από το e-book.

Αν φτάσατε μέχρι εδώ αναμένοντας μια απάντηση στη σύγχρονη αμφιθυμία, θα σας απογοητεύσω. Έχω βαρεθεί τον εαυτό μου να σπαζοκεφαλιάζει για να βρει απαραβίαστα passwords για τις ιντερνετικές μου δραστηριότητες. Κι όμως, δεν μου λείπει καθόλου η αναμονή στα ΕΛΤΑ για να στείλω ένα γράμμα. Επίσης, δεν θα ξαναπάταγα ποτέ το πόδι μου σε συναυλία των Inspiral Carpets. Μου αρκεί η μακρινή ανάμνηση που έχω απ’ αυτούς να τραγουδούν το 1991 το «This is how it feels». Εκτός κι αν παραλλάξουν τους στίχους και τραγουδήσουν κάτι που θα πηγαίνει ως εξής: «This is how it feels to be surrounded by apps».

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.