Μικρή ιστορία για μια γάτα. Του old boy

Πες μου που πουλάν καρδιές

Τι όμορφο γατί. Τι χρώματα έχει και τι στάση έχει πάρει, σχεδόν σαν να ποζάρει κάνει. Σταματά τη βόλτα του κι αποφασίζει να το φωτογραφίσει. Πάνω στο μπαλκόνι του. Στο μπαλκόνι στο οποίο μόλις βγαίνει απ΄ το σαλόνι ο κύριός του.

«Τι νομίζετε ότι κάνετε εκεί;». «Φωτογράφισα το γατί, γιατί;». «Γιατί δεν είναι δικό σας». «Ούτε ισχυρίστηκα ποτέ πως είναι. Είδατε να προσπαθώ να το πάρω;». «Πήρατε φωτογραφία του όμως». «Πειράζει;». «Δεν ζητήσατε την άδειά μου». «Δεν ήξερα ότι έπρεπε». «Έπρεπε, ναι. Τι σκοπεύετε να κάνετε με αυτή;». «Έλεγα να την ανεβάσω στα σόσιαλ». «Αποκλείεται, το απαγορεύω. Σβήστε την αμέσως». «Όχι, δεν θα κάνετε κουμάντο στο κινητό μου». «Κι εσύ δεν θα κάνεις κουμάντο στο γάτο μου».

«Αρσενικός είναι; Πώς τον λένε;». «Το όνομά του είναι προσωπικό του δεδομένο. Όπως πολύ περισσότερο και η εικόνα του. Θα τη σβήσεις ή θα κατέβω και θα αρχίσουμε άλλα;». «Αυτό κλιμακώθηκε γρήγορα!». «Δεν είναι ώρα για αμερικανισμούς. Λοιπόν περίμενε, κατεβαίνω». «Όχι, μείνε στο μπαλκόνι σου. Ειδάλλως καλώ αμέσως το εκατό». «Κι αν το καλέσω πρώτος εγώ;». «Που θα πεις τι; Ότι σου φωτογράφισα παρανόμως το γατί;». «Κι ότι θες να το ανεβάσεις». «Παραβιάζω κανένα νόμο;». «Δεν το έχω ψάξει, αλλά είμαι σχεδόν σίγουρος πως ναι. Θες να το διαπιστώσουμε στην πράξη;».

«Σόρι ρε φίλε, τι ζόρι ακριβώς τραβάς;». «Εγώ τον μάζεψα απ’ τους δρόμους, εγώ του έσωσα τη ζωή πριν τον πατήσει κάνα αυτοκίνητο, εγώ τον έτρεχα στους γιατρούς, εγώ τον στείρωσα, εγώ τον φροντίζω, εγώ τον ταϊζω, εγώ τον αγαπάω ως πλάσμα συνολικό κι έρχεσαι τώρα εσύ να κάνεις τι; Να τον αντικειμενικοποιήσεις;». «Δεν καταλαβαίνω. Μιλάμε για μια γάτα». «Δεν μιλάμε για μια γάτα. Μιλάμε για τον Κοντό». «Γκοντό;;». «Κοντό είπα». «Τουλάχιστον δεν θα περιμένουμε τσάμπα. Ήταν κοντούλης πιο μικρός; Μια χαρά μεγαλόσωμος μου φαίνεται τώρα». «Δεν λέγεται Κοντός, Κοντό λέγεται και δεν τον βάφτισα έτσι λόγω μεγέθους». «Αλλά;». «Λόγω του δικού μου ονόματος. Κοντογιάννης». «Λογικό ακούγεται. Λοιπόν, κύριε Κοντογιάννη…». «Γιάννης».

«Α. σύμπτωση, κι εγώ. Γιάννης δηλαδή, Κοντογιάννης όχι. Λοιπόν, Γιάννη, άκου τι θα γίνει τώρα. Εγώ θα φύγω και πιο μετά θα την ανεβάσω τη φώτο. Αν θες μπορώ να πω ότι τον λένε Κοντό. Αν δεν θες όμως, εννοείται, πάσο, θα διατηρήσω την ανωνυμία του». «Γιάννη, μόνος μου μιλάω τόση ώρα; Είπαμε όχι, Δεν θα τον ανεβάσεις τον Κοντό». «Γιάννη, δεν μιλάς μόνος σου, συζήτηση κάνουμε. Αλλά κι ό,τι λες δεν σημαίνει ότι θα γίνει κιόλας».

«Ρε τρέλα μου πουλάς; Θα πάρεις εσύ καρδιές και λάικ με το δικό μου το γατί;». «Ε, ανέβασε το κι εσύ. Πενήντα φορές τη μέρα. Ποιος σε εμποδίζει; Άνεβαζέ το και παίρνε κι εσύ καρδιές αβέρτα». «Είδες; Τσάμπα μιλάω. Δεν αντικειμενικοποιώ τον Κοντό. Η εικόνα του είναι αυστηρά δική του. Δεν είναι βορά για το ανθρώπινο βλέμμα. Αυτά που ξέρατε ξεχάστε τα». «Να βρούμε μια μέση λύση, ρε Γιάννη;». «Δηλαδή». «Ξέρω το όνομά σου και το επίθετό σου, είδα και τη φάτσα σου. Να ψάξω να δω αν έχεις λογαριασμό επώνυμο, να σε ταγκάρω;

Ανεβάζω τον Κοντό και θα φαίνεσαι κι εσύ ταγκαρισμένος. Κι έτσι κάθε καρδιά που θα πηγαίνει σε μένα, θα πηγαίνει και σε σένα». «Σου φαίνομαι για άνθρωπος που έχει ανάγκη από ψηφιακές καρδιές, Γιάννη;». «Απεγνωσμένα, Γιάννη». «Ζω κάτι πολύ πλήρες με τον Κοντό, δεν έχω ανάγκη από υποκατάστατα». «Πώς μπλέκεται το ένα με το άλλο; Φοβάμαι τα μπλέκεις στο μυαλό σου, Γιάννη». «Δεν τα μπλέκω στην καρδιά μου πάντως. Ζήστε εσείς στη ροή του timeline και τις ανέξοδες καρδιές που δεν σημαίνουν απολύτως τίποτα».

«Έστω. Άσε μας να ζήσουμε λοιπόν. Άσε με να φύγω, να το ανεβάσω, να πάρω τις ανέξοδες καρδιές μου που δεν σημαίνουν απολύτως τίποτα και συνέχισε να ζεις εσύ στην πληρότητα της αναλογικής σου σχέσης. Και οι δύο ικανοποιημένοι θα μείνουμε στο τέλος της μέρας, όχι;». «Έχεις θέμα με τους αμερικανισμούς, Γιάννη. Αλλά αυτό είναι όντως δικό σου θέμα. Ο γάτος μου όμως δεν είναι δικός σου. Ούτε η εικόνα του». 

Η διαμάχη εξακολούθησε να γυρνά γύρω από το ίδιο σημείο για αρκετή ακόμη ώρα, με τον Κοντό να μην καταλαβαίνει λέξη από όσα διαμείβονταν. Κάποια στιγμή τον κούρασε το μπαλκόνι, έπεφτε πια κι ο ήλιος κι αποφάσισε να επιστρέψει μέσα στο σπίτι, αφήνοντας τους να συνεχίσουν τους διαξιφισμούς. Λίγο μετά ο Κοντό άκουσε να χτυπά το κουδούνι. Ο Γιάννης άνοιξε στον Γιάννη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.