«Μια Γέφυρα Μουσικής πάνω από τη Συγγρού, Vol. 8»: Οι φοιτήτριες του Παντείου μοιράζονται στο ελc τη συνέντευξή τους με τη Χρυσάνθη Σπιτάδη και τον Παύλο Κόρδη

Οι δύο μουσικοί μιλούν για τις μουσικές τους προτιμήσεις, την πρώτη τους επαφή με τη μουσική, τις σπουδές, την καριέρα τους και τη συμμετοχή τους στη συναυλία

Αφιερωμένη στον συνθέτη Maurice Ohana (1913-1992), η φετινή «Γέφυρα Μουσικής πάνω από τη Συγγρού, Vol. 8» ιχνηλατώντας με τρεις συναυλίες τις προσωπικές και καλλιτεχνικές διαδρομές ενός –άγνωστου, για πολλούς στην Ελλάδα– μουσικού δημιουργού. Κάθε συναυλία και όλες μαζί, με τον γενικό τίτλο «Γεωγραφίες, φιλίες, αναφορές», συνθέτουν μια ιδιαίτερη μουσικογεωγραφία. 

Η συνεργασία της Στέγης και του Παντείου Πανεπιστημίου δημιουργεί κάθε χρόνο μια Γέφυρα Μουσικής με τα δύο ιδρύματα να μηδενίζουν τη μεταξύ τους χωροταξική απόσταση και να μοιράζονται το κοινό ενδιαφέρον τους για τον πολιτισμό, με επίκεντρο τη σύγχρονη μουσική. Η φετινή διοργάνωση τιμά τη διπλή επετειακή συγκυρία των 110 χρόνων από τη γέννηση και των 30 από τον θάνατο του Maurice Ohana, ενός συνθέτη του οποίου το έργο είναι βαθιά ριζωμένο στις μουσικές παραδόσεις της Μεσογείου.

Η αραβοανδοαλουσιανή μουσική, το φλαμένκο, η ποίηση του Λόρκα, αλλά και η ελληνική μυθολογία, η τζαζ και τα αφρικάνικα κρουστά τροφοδοτούν τη συνθετική του έμπνευση, μαζί με τη μουσική των Claude Debussy, Manuel de Falla και Béla Bartók. Έργα του για σόλο πιάνο και σύνολα μουσικής δωματίου θα ακουστούν μαζί με μουσικές που ανήκουν στο προσωπικό του σύμπαν

Η φοιτήτρια Ευγενία Σιγανού, της κατεύθυνσης «Πολιτισμός και Πολιτιστική Διαχείριση» του Τμήματος Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου, μοιράζεται στο ελc τη συνέντευξή της με τη Χρυσάνθη Σπιτάδη, μέτζο σοπράνο και η φοιτήτρια Ελένη Παπαδοπούλου τη συνομιλία της με τον μαέστρο Παύλο Κόρδη. Με αφορμή τη συμμετοχή τους σε μια από τις συναυλίες αφιερωμένες στον Γάλλο συνθέτη Maurice Ohana (1913-1992), που θα δοθεί στη Μικρή Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση στις 10 Μαΐου, οι δύο μουσικοί μιλούν για τις μουσικές τους προτιμήσεις, την πρώτη τους επαφή με τη μουσική, τις σπουδές, την καριέρα τους, τα συναισθήματά τους για τη συμμετοχή τους στη συναυλία και το πρόγραμμα που θα παίξουν.

Χρυσάνθη Σπιτάδη

Η Χρυσάνθη Σπιτάδη είναι μέτζο σοπράνο. Έχει σπουδάσει στην Ελλάδα και το εξωτερικό, στη Γενεύη και τη Βιέννη. Σήμερα είναι εγκατεστημένη στην Ελλάδα και έχει ενταχθεί στο δυναμικό της Εθνικής Λυρικής Σκηνής:

Πότε και πώς ξεκίνησε η ενασχόληση σου με τη μουσική;

Ξεκίνησα τις σπουδές μου εδώ στην Αθήνα. Έμαθα να εκφράζομαι από μικρή μέσω του τραγουδιού και του θεάτρου. Είχα την τύχη οι γονείς μου να με φέρουν σε επαφή με την τέχνη και να με προτρέψουν να πάω στο ωδείο. Ερωτεύτηκα αυτή την τέχνη, το τραγούδι αυτό και τη μουσική, τη γνώρισα βαθύτερα μέσα στο ωδείο και όχι ως απλός ακροατής. Επίσης στο σχολείο μου, το Αρσάκειο, είχαμε καλό μουσικό και θεατρικό τμήμα. 

Οι σπουδές στη Βιέννη πώς προέκυψαν;

Όταν ήρθε η ώρα να σπουδάσω επέλεξα το Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ παράλληλα συνέχιζα τις μουσικές σπουδές στο Ωδείο Αθηνών. Ένα καλοκαίρι παρακολουθώντας σεμινάρια στο Mozarteum στο Salzburg της Αυστρίας, ήρθα σε επαφή με το μουσικό κόσμο της κεντρικής Ευρώπης και ανοίχτηκε μπροστά μου μια πραγματικότητα διαφορετική. Έτσι αποφάσισα να δώσω εισαγωγικές στην Ακαδημία της Βιέννης, όπου έγινα δεκτή και ξεκίνησαν νέοι κύκλοι σπουδών στο τμήμα μονωδίας και αργότερα στο μιούζικαλ. 

Πώς ξεκίνησες να δουλεύεις πάνω στο αντικείμενό σου;

Υπήρχε μια μεταβατική περίοδος προς το τέλος των σπουδών μου όταν ξεκίνησα να συμμετέχω σε διαγωνισμούς και ακροάσεις. Ήδη μέσα στην Ακαδημία της Βιέννης κάναμε παραγωγές αυτούσιες, ολοκληρωμένες, κοντά στις επαγγελματικές.                                           

Η πρώτη επαγγελματική μου εμπειρία ήταν στο φεστιβάλ του Haldenstein, μέσω διαγωνισμού όπου διακρίθηκα. Ο ρόλος ήταν η Κάρμεν, ένας πρωταγωνιστικός ρόλος, μια φοβερή εμπειρία συμπυκνωμένης γνώσης που με οδήγησε από τη δυνατότητα στην πραγματικότητα. Αργότερα συνεργάστηκα με την πρώτη μου ατζέντη και μου προτάθηκε το πρώτο μου συμβόλαιο, στην όπερα του Wiesbaden ως guest και αμέσως μετά έγινα μόνιμο μέλος στην όπερα της Γκέρα της Γερμανίας, όπου έχτισα μεγάλο μέρος του ρεπερτορίου μου.  

Πώς είναι η δουλειά ενός λυρικού τραγουδιστή;

Ο  λυρικός τραγουδιστής εργάζεται είτε ως ελεύθερος επαγγελματίας είτε ανήκει στο μόνιμο δυναμικό ενός θεάτρου. Το ταξίδι και οι αλλαγές χωροταξικές αλλά και καλλιτεχνικές είναι στη φύση της δουλειάς. Αυτή η πραγματικότητα με συνάρπαζε, αυτός ο τρόπος ζωής που δεν έχει ρουτίνα. Η κάθε παραγωγή είναι μία ξεχωριστή «γέννα», μια νέα δημιουργία, ένας νέος ρόλος, ένας καινούργιος σκηνοθέτης, ένα νέο σκηνικό, ένα νέο κοστούμι, ένας νέος κόσμος. Είναι απαιτητικό αλλά ταυτόχρονα και συναρπαστικό. 

Με ποιο τρόπο βρήκες το προσωπικό σου στιλ; Σε βοήθησε κάποιος ρόλος, ίσως κάποιος/α καθηγητής/τρια;

Με βοήθησαν οι καθηγήτριές μου στη Βιέννη Julia Bauer-Hupmann και Wessela Slateva αλλά και οι σπουδές παράλληλα με τη μονωδία, στο μιούζικαλ, οι οποίες με ξεκλείδωσαν ερμηνευτικά και σωματικά. Φωνητικά σε εκείνη την περίοδο παρακολούθησα ένα σεμινάριο με τον καθηγητή της ακαδημίας της Γενεύης Marcin Habela, Πολωνό βαρύτονο, ο οποίος έδρασε καταλυτικά και έκτοτε απαλλαγμένη από συγκεκριμένες προσδοκίες, μπόρεσα και πειραματίστηκα και ανακάλυψα νέους φωνητικούς δρόμους. Αυτή επίσης είναι μια διαδικασία επίπονη, να ξεκλειδώσεις μία πόρτα που μόνος σου δεν τολμούσες. 

Η φωνή όπως και το σώμα εξελίσσεται με τα χρόνια. Ανακαλύπτεις την ταυτότητά σου στη μουσική, σκηνικά αλλά και φωνητικά. Σε μένα λειτούργησε και από τις δύο πλευρές μόλις αποφάσισα να γίνω μέτζο. Οι μέτζο ερμηνεύουν συχνά πιο ‘μοχθηρούς’ ρόλους ή π.χ. αντρικούς ρόλους, που παλιά ερμηνεύονταν από κόντρα τενόρους. Προσωπικά πέρα από το φωνητικό κομμάτι και ερμηνευτικά θεώρησα αυτό το ρεπερτόριο πιο ενδιαφέρον και ταιριαστό.

Τι τύπος μέτζο είστε;

Υπάρχουν διάφοροι τύποι φωνής ανάλογα με την έκταση και τον χαρακτήρα τους. Στις μετζοσοπράνο υπάρχουν η κολορατούρα, η λυρική, το λεγόμενο zwischenfach, το οποίο τείνει προς τη σοπράνο και η δραματική. Εγώ πλέον τείνω προς τη δραματική μέτζο. Η δραματική μέτζο έχει πιο γεμάτη φωνή, το ηχόχρωμα είναι λίγο πιο πλούσιο. Οι λυρικές μέτζο είναι λίγο πιο ευέλικτες με πιο ψηλά γραμμένους ρόλους, πιο ελαφριά γραφή και οι χαρακτήρες πιο νεαροί και ανδρικοί.

Πώς αισθάνεσαι για τη συμμετοχή σου στη συγκεκριμένη συναυλία, που έχει σχέση και με την Ισπανία;

Έχω κάποιους δεσμούς με την Ισπανία, μιλάω ισπανικά, έχω κάνει σεμινάρια εκεί και είχα και φιλικούς δεσμούς στη χώρα, άρα μου είναι αρκετά κοντινή και οικεία και η παραδοσιακή μουσική και η γλώσσα. Επίσης, ο Οανά μεγάλωσε στη χώρα των Βάσκων αλλά από την πλευρά της Γαλλίας, έχω περάσει από τα μέρη του… πραγματικά είναι πολύ ενδιαφέρουσα και η σχέση του με τον Λόρκα, και επειδή κι εγώ είχα μελετήσει αρκετά τον Λόρκα στη θεατρολογία, βρίσκω πολύ γοητευτική όλη αυτή τη σύμπραξη. Είναι παραδοσιακές μελωδίες αυτές που θα παρουσιάσουμε, δεν είναι πρωτότυπες συνθέσεις του Λόρκα και του Οανά. Είναι τραγούδια τα οποία έχουν μεταγράψει για φωνή και πιάνο.

Οπότε σας ήταν γνώριμο άκουσμα η παραδοσιακή ισπανική μουσική. Έχετε ερμηνεύσει φλαμένκο;

Φλαμένκο έχω ακούσει αρκετό αλλά δεν έχω ερμηνεύσει, είναι κάτι πολύ ιδιαίτερο. Μόνο στο πλαίσιο της Κάρμεν, άλλωστε ο Μπιζέ έχει επηρεαστεί πολύ κι από την παραδοσιακή μουσική. Στη δεύτερη πράξη η Κάρμεν είναι σε ένα κουτούκι του Λίλας Πάστια, όπου θεωρητικά χορεύουν ‘φλαμένκο’ κι αργότερα η Κάρμεν σαγηνεύει τον Δον Χοσέ, το υποψήφιο θύμα της, χορεύοντας με τις καστανιέτες. Έτσι μπήκα στη διαδικασία να μάθω και μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρον, όντως σε βάζει μέσα στον ρόλο.  

Βρίσκεις κάποια πρόκληση στη συναυλία του Παντείου;

Ναι, τα folk songs από τη Νιγηρία που τα έχει κάνει μια διασκευή ο συνθέτης Akin Euba. Στη σχολή μαθαίνουμε ορθοφωνία σε διάφορες γλώσσες. είναι μέρος της δουλειάς μας. Τώρα τα yoruba… (γέλια) είμαστε και αυτά υποχρεωμένοι να τα γνωρίσουμε, απλά θέλει λίγο ψάξιμο.

Όσον αφορά στο mental preparation, πώς όλη αυτή η σωματική ενέργεια, η πειθαρχία, η διαχείριση της έκθεσης, σε κάνουν να σκέφτεσαι για τον εαυτό σου;

Ένας σκηνοθέτης, καθηγητής μου στη Βιέννη είπε: «Χρυσάνθη, αν πραγματικά συγκεντρωθείς στη δουλειά που έχεις να κάνεις εκείνη τη στιγμή, δεν προλαβαίνεις καν να αγχωθείς… Ο εγκέφαλός σου είναι απορροφημένος από τη δουλειά σου: να εστιάσεις στη μουσική, στο μαέστρο, στη σκηνοθεσία, στο θέατρο». 

Παύλος Κόρδης

Η μουσική ήταν στη ζωή του Παύλου Κόρδη από τότε που θυμάται τον εαυτό του. Ασχολείται με πολλές πτυχές της τέχνης, είναι ένας καλλιτέχνης που από μικρή ηλικία ακολουθεί πιστά τη μουσική, αλλά φλερτάρει και με άλλους καλλιτεχνικούς χώρους. Mαέστρος, πιανίστας, διευθυντής ενός χώρου τέχνης για εκθέσεις ζωγραφικής, συνθέτης, υποψήφιος διδάκτορας και coach για νέους τραγουδιστές. Όλα συνδέονται μεταξύ τους και όλα αυτά μαζί δομούν τη μουσική προσωπικότητα του Παύλου Κόρδη: 

 Ποια ήταν η πρώτη επαφή σας με τη μουσική, πώς ξεκινήσατε;

Η μαμά μου παίζει πιάνο, είναι καθηγήτρια πιάνου, είναι καθηγήτρια μουσικής. Πάντα με τον αδερφό μου ακούγαμε τη μητέρα μου να μελετάει και εμείς παίζαμε με τα παιχνίδια, φτιάχναμε ένα σκηνικό με τη μουσική από πίσω και το πιάνο. Δίδασκε στο Ωδείο Κόνταλυ η μαμά μου, οπότε από πριν γεννηθώ πήγαινα σε αυτό το ωδείο χωρίς να το ξέρω και όταν ήμουν σε ηλικία που θα μπορούσα να καταλάβω κάποια πράγματα ξεκίνησα τη μουσική και τη χορωδία. Ήμουν στην παιδική χορωδία του Ωδείου Kodaly. Mε τον μαέστρο της χορωδίας, και αγαπημένο μου δάσκαλο, τον κύριο Πατσέα, πηγαίναμε σε διάφορες παραγωγές είτε ως κομπαρσάκια μικρά, είτε τραγουδούσαμε ως παιδική χορωδία. Και θυμάμαι κιόλας την πρώτη φορά που είχαμε την ορχήστρα και είχε έρθει ο σκηνοθέτης και μας είπε “σήμερα δεν σας θέλω να παίξετε, σήμερα θα έρθει η ορχήστρα για πρώτη φορά και θέλω να ακούσετε”.

Θυμάμαι τη στιγμή που είχε ξεκινήσει η ορχήστρα και όταν με είχε πάρει η μαμά μου με το αυτοκίνητο το βράδυ λέω: τι είναι αυτός ο κύριος, εγώ θέλω να κάνω αυτό που κάνει αυτός. Κι έτσι από μικρός είχα όλο αυτό στο μυαλό μου, να διευθύνω, πάντα μου άρεσε η ιδέα. Δεν είχα καταλάβει γιατί. Τότε ήμουν τρίτη δημοτικού. Μετά έγιναν όλα από μόνα τους.

Πώς αποφασίσατε ότι θέλετε να γίνετε μουσικός;

Δεν έχω υπάρξει ποτέ σε δίλημμα, τι θα κάνω όταν μεγαλώσω. Ήμουν σίγουρος ότι θα είμαι μουσικός. Κι έτσι άρχισα να σπουδάζω. Σίγουρα μου αρέσει πάρα πολύ να διευθύνω, έχω σπουδάσει διεύθυνση, αλλά είναι πολύ ιδιαίτερο. Το πιάνο το αγαπώ πάρα πολύ. Λόγω του δασκάλου μου φυσικά του κ. Χοΐδά, με τον οποίο είχαμε μια τρομερή σχέση και ήξερε ακριβώς τα κουμπιά μου και πώς να με ενεργοποιήσει να έχω ένα αποτέλεσμα. Αλλά εγώ στο πίσω μέρος του μυαλού μου είχα τη διεύθυνση και πάντα έλεγα ότι θέλω να σπουδάσω διεύθυνση και να πάω στην Αμερική. Η Αμερική ήταν το προπύργιο των ονείρων μου, για κάποιο λόγο. Και από μικρός, όταν ξεκίνησα και μπήκα στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών στο Παν. Αθηνών, άρχισα να πηγαίνω και στα σεμινάρια διεύθυνσης. Είχα πάει σε όλη την Ευρώπη, μετά πήγα στην Αμερική. Ευχαριστώ πάρα πολύ τον μπαμπά μου και την μαμά μου για αυτό, εννοείται, χωρίς αυτούς δεν θα υπήρχε τίποτα. Οπότε έτσι ξεκίνησα. Μετά όντως πήγα στη Νέα Υόρκη. Κατέληξα να ασχολούμαι περισσότερο με την όπερα κάτι που κάνω ακόμα. 

Αυτή τη στιγμή, επαγγελματικά με τι ασχολείστε;

Συνεργάζομαι ακόμα με ένα θέατρο στη Νέα Υόρκη. Γύρισα από Αμερική το 2018, με σκοπό να πάω στον στρατό, να τελειώσω και να γυρίσω, χαζομάρες, ποτέ τα πράγματα δεν γίνονται έτσι όπως νομίζουμε! Πήγα στον στρατό, αλλά ποτέ δεν γύρισα στην Αμερική, μετά ήρθε ο covid… Το θέατρο, είναι το Teatro Grattacielo στη Νέα Υόρκη κι εγώ δουλεύω στο Υoung Αrtists Program του θεάτρου αυτού, εκεί όπου πηγαίνουν οι νέοι τραγουδιστές, που έχουν τελειώσει τις σπουδές τους και είμαι coach. Προετοιμάζω τους τραγουδιστές για τους ρόλους τους πριν εμφανιστούν στις πρόβες τους, μετά παίζω και στις πρόβες.

Παράλληλα με όλα αυτά διευθύνω έναν χώρο τέχνης, το Κέντρο Τεχνών Μετς. Από το 2018 κάνουμε εκθέσεις, σταματήσαμε όμως δύο χρόνια για την πανδημία. Εκεί έχω μάθει πάρα πολλά πράγματα. Αυτό που κάνω εκεί είναι ότι συνεργάζομαι με όλους τους επιμελητές και φτιάχνουμε ένα πρόγραμμα για όλη τη χρονιά. Επίσης, από το 2020 γράφω μουσική για ταινίες. Ξεκίνησα πριν τρία χρόνια να δουλεύω με έναν παλιό φίλο που είναι παραγωγός. Κάναμε τότε μία σειρά για την ΕΡΤ με 13 επεισόδια και δική μου μουσική. Πριν λίγες μέρες τελείωσα τη μουσική για μία ταινία μεγάλους μήκους που είναι κωμωδία και ανυπομονώ να τη δω στο σινεμά. Επίσης, κάνω και το διδακτορικό μου (τελευταίο και τελειώνω!), το οποίο είναι κάτι πολύ εσωτερικό για μένα. Το ξεκίνησα το 2019 στο  Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Παν. Αθηνών με επόπτη τον αγαπημένο μου καθηγητή κύριο Μαλιάρα. Γράφω για ένα θέμα που μ’ ενδιαφέρει πάρα πολύ, τον Βρετανό συνθέτη, John Tavener.

Ασχολείστε με πολλά και διαφορετικά μεταξύ τους πράγματα, τελικά τι υπερισχύει από όλα αυτά που κάνετε;

Θα σας εξηγήσω. Θα κλέψω πάλι από έναν αγαπημένο μου δάσκαλο. Κάποια στιγμή τον ρωτήσαμε “Δάσκαλε ποια είναι η αγαπημένη σου συμφωνία Χάυντν” και μας είπε “αυτή που κάνω τώρα”. Και εγώ ακριβώς έτσι το βλέπω, δηλαδή τώρα είμαι πιανίστας. Μετά από δύο βδομάδες κάτι άλλο. Δεν τα μπλέκω. Τα κάνω ένα-ένα. Δεν γίνεται αυτό, γιατί δεν θα έκανα τίποτα καλά. Πιανίστας για ένα μήνα. (γέλια)

Πώς νιώθετε για την τωρινή συμμετοχή σας στο πρόγραμμα Στέγης – Παντείου;

Χαίρομαι πολύ που θα συμμετέχω σε αυτή τη συναυλία και θα συνεργαστώ με τη Χρυσάνθη Σπιτάδη. Ο Μορίς Οανά δεν είναι πολύ μακριά από τα δικά μου ακούσματα, γιατί ακούω γαλλική μουσική και η ενορχήστρωση στη γαλλική μουσική μου αρέσει πολύ.

Maurice Ohana

 

Info

Το πρόγραμμα της συναυλίας ανιχνεύει τις αρχικές ρίζες της έμπνευσης του Μορίς Οανά, συνδέοντας παραδοσιακά τραγούδια από την Ισπανία και τη Νιγηρία με τα έργα δύο μαθητών και φίλων του για σόλο πιάνο: της Γαλλίδας Edith Lejet, με την οποία γνωρίστηκαν χάρη στο αμοιβαίο τους ενδιαφέρον για τον Λόρκα, και του βασκικής καταγωγής Ισπανού Félix Ibarrondo. H βραβευμένη συνθέτρια Ισμήνη Μπεκ, με την ανάθεση της Στέγης για φωνή και πιάνο, προσθέτει τη δική της συνεισφορά σε αυτό το μουσικό σύμπαν.

Πρόγραμμα:

Federico García Lorca (1898-1936): Canciones Españolas Antiguas

“Las morillas de Jaén” “El café de chinitas”, “Nana de Sevilla”

Maurice Ohana (1913-1992): Chansons Populaires Espagnoles

“Cuando paso por el Puente”, “Nana” (1947), “Tango el mariquita” (1947),“Neige sur les orangers”

Édith Lejet (γενν. 1941): “Fleurs d’Opale”** (1997)

Félix Ibarrondo (γενν. 1943): “Preludio”** (2006)

Akin Euba (1935-2020): “Six Yoruba Folk Songs”**

Ισμήνη Μπεκ (γενν. 1997): “where are you going”* (2023), ανάθεση της Στέγης. Πηγή του κειμένου της σύνθεσης: Rainer Maria Rilke, «Ελεγείες του Ντουίνο», μτφρ. Μαρία Μπούκουρα, Εκδόσεις Ηριδανός, 2013, σ. 136

Χρυσάνθη Σπιτάδη: μέτζο σοπράνο
Παύλος Κόρδης: πιάνο

Μια Γέφυρα Μουσικής πάνω από τη Συγγρού, Vol. 8 | Τετάρτη 10 Μαΐου 20:00 | Μικρή Σκηνή Στέγη | Είσοδος ελεύθερη με δελτία εισόδου στον χώρο της εκδήλωσης

 
 

 

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.