Μεγάλοι διηγηματογράφοι και διηγήματα – σταθμοί: Γκυ ντε Μωπασάν

«Η Χοντρομπαλού» του Μωπασάν έχει παραμείνει μέχρι σήμερα το δημοφιλέστερο και πιο θαυμαστό έργο του μεγάλου Γάλλου διηγηματογράφου, ενώ συχνά αναφέρεται σαν ένα από τα καλύτερα διηγήματα όλων των εποχών

Τα διηγήματα του Μωπασάν αποδεικνύουν ότι η σπουδαία λογοτεχνία δεν σχετίζεται απαραίτητα με υφολογικές καινοτομίες και πειραματισμούς. Ο Μωπασάν έγραφε στο παραδοσιακό ύφος του ρεαλισμού, όταν μάλιστα ο ρεαλισμός είχε από τουλάχιστον τριάντα και πλέον χρόνια επικρατήσει ως το κυρίαρχο πεζογραφικό ρεύμα της εποχής.

Μετά από λίγα χρόνια ο Τσέχοφ θα ξεκινούσε την επανάσταση στο λογοτεχνικό είδος του διηγήματος, μια επανάσταση, η οποία θα αποτελούσε τη βάση της διηγηματογραφίας στον εικοστό αιώνα. Κι όμως, ο Μωπασάν δεν είχε κανένα σχεδόν στοιχείο κοινό με τα καινοτομικά διηγήματα του Τσέχοφ: έδινε μεγάλη σημασία στην πλοκή, παρείχε λεπτομερές υπόβαθρο για τους χαρακτήρες του, ενώ προσέγγιζε τη σύνθεση του διηγήματος σαν ένα μίνι μυθιστόρημα. Όταν η «Η Χοντρομπαλού» (Boule de suif) του Μωπασάν είχε κυκλοφορήσει το 1880, ο Φλωμπέρ το είχε χαρακτηρίσει σαν «αποκάλυψη». Πράγματι, η «Χοντρομπαλού» έχει παραμείνει μέχρι σήμερα το δημοφιλέστερο και πιο θαυμαστό έργο του μεγάλου Γάλλου διηγηματογράφου, ενώ συχνά αναφέρεται σαν ένα από τα καλύτερα διηγήματα όλων των εποχών, κι αυτό επειδή από πολλές απόψεις αποτελεί το τέλειο αφήγημα.

Ο Μωπασάν στήνει την ιστορία του αριστοτεχνικά, ενώ διατηρεί μια πλήρως κοντρολαρισμένη γραφή που με μαεστρία καθοδηγεί την εξέλιξη της ευφυούς πλοκής. Εκτός όμως από το ύφος και την αφηγηματική τεχνική, η αξία του έργου έγκειται στο θέμα του: την κοινωνική υποκρισία. Ο Μωπασάν βάζει βαθιά το μαχαίρι στο κόκαλο και ξεμπροστιάζει μοναδικά την ψεύτικη, κενή ηθικολογία και τον στρουθοκαμηλισμό της γαλλικής μπουρζουαζίας.

Η ιστορία εκτυλίσσεται κατά τη διάρκεια του Γάλλο-Πρωσικού πολέμου το 1871. Ορισμένοι επιφανείς πολίτες της εύπορης πόλης Ρουέν αποφασίζουν να ταξιδέψουν στη Χάβρη μετά την κατάκτηση της πόλης τους από τους Πρώσους. Μεταξύ των ταξιδιωτών είναι δύο καλόγριες, τρία ζευγάρια που συμβολίζουν την γκάμα των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων της εποχής (ένα ζευγάρι αριστοκρατών, ένα ζευγάρι νεόπλουτων και ένα με πολιτική δύναμη και διασυνδέσεις), καθώς και δύο μοναχικοί και ασυνήθιστοι χαρακτήρες: ο Κορνουντέ, ένας αριστερίζων δημοκράτης που θεωρείται επικίνδυνος από την άρχουσα τάξη και μια εταίρα, η οποία λόγω του ότι είναι αφράτη και ροδαλή είναι γνωστή σαν «χοντρομπαλού».

Το ταξίδι με άμαξα προς τη Χάβρη είναι μακρύ και δύσκολο μέσα στο καταχείμωνο, και σύντομα οι ταξιδιώτες αρχίζουν να πεινάνε. Η μόνη που έχει προνοήσει να πάρει μαζί της φαγητό είναι η χοντρομπαλού, η οποία με χαρά το μοιράζει με τους υπόλοιπους, αν κι εκείνοι δεν είχαν γυρίσει καν να την κοιτάξουν λόγω του αναξιοπρεπούς και σκανδαλώδους επαγγέλματός της. Τη νύχτα τελικά οι ταξιδιώτες σταματάνε σε ένα πανδοχείο ενός χωριού για να ξεκουραστούν. Το πρωί όμως συνειδητοποιούν ότι το χωριό έχει επίσης καταληφθεί από τους Πρώσους, και ότι ο διοικητής αρνείται να τους αφήσει να αναχωρήσουν, εκτός κι αν η χοντρομπαλού δεχθεί να κοιμηθεί μαζί του. Η χοντρομπαλού δεν δέχεται, όντας ειλικρινά πατριώτισσα, και αρχικά οι υπόλοιποι ταξιδιώτες συμφωνούν με τη στάση της και την συγχαίρουν. Οι μέρες όμως περνάνε και ο διοικητής εξακολουθεί να αρνείται να τους δώσει άδεια αναχώρησης. Έτσι, η προσωρινή συμπάθεια προς την χοντρομπαλού μετατρέπεται σταδιακά σε εκνευρισμό και εν τέλει σε αγανάκτηση. Με εξαίρεση τον Κορνουντέ, οι υπόλοιποι την χλευάζουν πίσω από την πλάτη της και αναρωτιούνται γιατί διστάζει να κάνει κάτι που άλλωστε είναι και η φύση του επαγγέλματός της. Αρχίζουν να την πιέζουν ασφυκτικά να δεχθεί την πρόταση του διοικητή, λέγοντάς της ότι πρέπει να θυσιαστεί για το καλό των υπολοίπων και της πατρίδας. Η χοντρομπαλού με μισή καρδιά δέχεται και την επόμενη μέρα οι ταξιδιώτες αναχωρούν. Όμως αντί να την ευχαριστήσουν, δεν καταδέχονται να της μιλήσουν, πετάνε υποτιμητικά καρφιά, και μάλιστα όταν έρχεται η ώρα του φαγητού, αρνούνται να της δώσουν την παραμικρή μπουκιά. Η χοντρομπαλού ξεσπάει σε λυγμούς και το διήγημα τελειώνει με ένα ιδιοφυές αφηγηματικό εύρημα: ο Κορνουντέ, ο οποίος ήταν ανέκαθεν αντίθετος με τους υπόλοιπους, αρχίζει να τραγουδάει χαμηλόφωνα τη Μασσαλιώτιδα.

Το διήγημα θίγει την υποκρισία του καθωσπρεπισμού σε όλα τα επίπεδα. Από την αρχή κιόλας της ιστορίας, παρά τις πατριωτικές κορώνες εν καιρώ πολέμου που διαλαλούν οι ταξιδιώτες, η πραγματικότητα είναι ότι με εξαίρεση τον Κορνουντέ και την χοντρομπαλού, οι υπόλοιποι φεύγουν από τη Ρουέν αφ’ ενός λόγω φόβου μετά την κατοχή της πόλης από τους Πρώσους, και κατά δεύτερον για εμπορικές συμφωνίες στη Χάβρη. Ορισμένοι εξ’ αυτών βρίσκουν ευκαιρία να βγάλουν χρήματα σε αυτές τις συνθήκες, όλοι σκέφτονται την ασφάλειά τους, ενώ μάλιστα κάποιοι έχουν σκεφτεί και την πιθανή αναχώρησή τους από τη χώρα. Απεναντίας, ο Κορνουντέ είχε ασχοληθεί με την οχύρωση της Ρουέν, και όταν αυτή έπεσε αποφάσισε να πάει στη Χάβρη για να βοηθήσει στην οχύρωσή της πριν να είναι αργά.

Η χοντρομπαλού από την άλλη είχε επιτεθεί σωματικά με κίνδυνο της ζωής της στον πρώτο Γερμανό αξιωματικό που είχε μπει σπίτι της και δεν άντεχε να βλέπει την πόλη της υπό Πρωσική κατοχή, γι’ αυτό και αποφάσισε να αποχωρήσει. Από την αρχή λοιπόν βλέπουμε ότι είναι η πόρνη που διακατέχεται από ειλικρινή πατριωτισμό, πολύ περισσότερο από τους ηθικολόγους και ψευτοπατριώτες αστούς συνταξιδιώτες της (με εξαίρεση τον Κορνουντέ). Η καλόκαρδη κίνησή της να τους προσφέρει φαγητό στην άμαξα ενώ λιμοκτονούσαν είναι δείγμα μιας διάθεσης να προσφέρει, μιας καλοσύνης που δεν περιορίζεται ή οριοθετείται από κοινωνικές θέσεις και στιγματισμούς. Αυτή της η συμπεριφορά μαλακώνει τους ευπρεπείς ταξιδιώτες, οι οποίοι της συμπεριφέρονται πολύ πιο ευγενικά στις επόμενες ημέρες, μέχρι που συνειδητοποιούν ότι η αναχώρησή τους από το πανδοχείο εξαρτάται από την απόφασή της να υποκύψει στις σεξουαλικές ορέξεις του Πρώσου διοικητή. Η άρνησή της σταδιακά τους εξοργίζει, καθώς δεν καταλαβαίνουν τι πρόβλημα έχει αφού αυτός άλλωστε είναι ο τρόπος που ζει, και μάλιστα πολυτελώς: κοιμάται με άντρες. Βεβαίως, αδυνατούν να κατανοήσουν ότι η χοντρομπαλού επιλέγει τους άντρες με τους οποίους κοιμάται με δικά της κριτήρια, είτε συναισθηματικά είτε οικονομικά. Της είναι όμως ιδιαίτερα δύσκολο να ενδώσει στην επιθυμία ενός εχθρού, να προδώσει τη χώρα της έστω και συμβολικά εν καιρώ πολέμου. Το ότι τελικά ενδίδει και το κάνει, είναι ένδειξη αυτοθυσίας και προσφοράς, και όχι αδυναμίας. Μετά από ασφυκτική πίεση όλων των υπολοίπων, η χοντρομπαλού δέχεται να υποκύψει.

Το τέλος όμως είναι εντελώς τραγικό: όλοι της γυρνάνε την πλάτη, κυρίως λόγω της ντροπής που κατά βάθος νιώθουν. Την ανάγκασαν να πουλήσει την ψυχή της, κι αντί να την ευχαριστήσουν την χλευάζουν, διότι στα κλαμένα μάτια της βλέπουν τη δική τους μικρότητα. Ο Κορνουντέ επιλέγει εκείνη τη στιγμή να τραγουδήσει τη Μασσαλιώτιδα, ακριβώς για να ξεφτιλίσει τις αξίες και τις αρχές των ευκατάστατων ταξιδιωτών, αλλά και της νέας Γαλλίας γενικότερα. Η Μασσαλιώτιδα υμνεί όλες τις σπουδαίες αρετές για τις οποίες μάχονται υποτίθεται οι Γάλλοι σε αυτό τον πόλεμο. Όμως τελικά αποδεικνύεται ότι αυτές οι αρετές χαρακτηρίζουν μονάχα τη χοντρομπαλού.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.