Κείμενο: Γεωργία Κακούρου-Χρόνη
«Πολύ εύκολο να πεις ανοησίες, μιλώντας για την τέχνη», Τολστόι, Άννα Καρένινα
Πολλοί ζωγράφοι –εικαστικοί καλλιτέχνες γενικότερα– δεν αρκούνται στο μέσον έκφρασης της τέχνης τους, αλλά καταφεύγουν και στον λόγο, προσφέροντάς μας έναν ακόμη τρόπο για να εισδύσουμε βαθύτερα στο έργο τους και να το κατανοήσουμε πληρέστερα.
Θα μπορούσαμε να συμπεριλάβουμε και τον Γιάννη Πέτσα σ’ αυτή τη χωρία των δημιουργών• με τη διαφορά ότι τα βιβλία του δεν άπτονται απολύτως, ούτε αφορμώνται πάντα από το εικαστικό του έργο, αλλά ανεξαρτητοποιούνται στον μυθοποιημένο κόσμο της λογοτεχνίας• χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αίρονται οι δεσμοί ζωγράφου-συγγραφέα.
Γεννημένος το 1957, απόφοιτος της Σχολής Καλών Τεχνών, με δασκάλους τον Γιάννη Μόραλη και τον Δημήτρη Μυταρά, προσανατολίζεται στην ανεικονική ζωγραφική και ανιχνεύει δρόμους και εκφραστικά μέσα που τον οδηγούν σ’ ένα είδος υπερβατικού ρεαλισμού με τις τρισδιάστατες χάρτινες κατασκευές του. Το σύντομο αυτό βιογραφικό σημείωμα αναγράφεται στο αφτί του βιβλίου.
Το βιβλίο είναι δομημένο σε οκτώ κεφάλαια, τα οποία φέρουν ως τίτλο τους αριθμούς από το «ένα» έως το «οκτώ» γραμμένους ολογράφως. Των αριθμημένων κεφαλαίων προηγείται, εν είδει προλόγου, κείμενο τιτλοφορούμενο το «Πορτρέτο», η πρώτη σελίδα του οποίου μεταφέρεται και στο οπισθόφυλλο.
Το «Πορτρέτο» φιλοτεχνείται από έναν ερωτευμένο άντρα που απευθύνεται στην αγαπημένη του εκθειάζοντάς την. Ενώ στην τελευταία παράγραφο στρέφεται προς τον αναγνώστη προκειμένου να τον πείσει για την αντικειμενικότητα του πορτρέτου του υποδεικνύοντας και τους κατάλληλους τρόπους της προσέγγισής του.
Το μότο του βιβλίου –τελευταία στροφή του αυτοβιογραφικού ποιήματος «Για τον φτωχό Μπ.Μπ.» του Μπέρτολτ Μπρεχτ που έχει μελοποιηθεί από τον Θάνο Μικρούτσικο– μοιάζει να συμπυκνώνει τις προθέσεις του συγγραφέα στο εγχείρημα του «Πορτρέτου» του, που θα συνεχίσει να το εμπλουτίζει και στις εσωτερικές σελίδες του βιβλίου: «Ελπίζω στους σεισμούς / που μέλλονται για να ’ρθουν, / να μην αφήσω τη Βιρτζίνιά μου / απ’ την πίκρα να μου σβήσει».
Η πλοκή του βιβλίου είναι απλή: Ο αφηγητής είναι ζωγράφος και συγγραφέας, η σύντροφός του, η Μπούμπα, είναι επίσης ζωγράφος. Η γραφή εστιάζει και στις δυο τέχνες εν τη γενέσει τους• και στη ζωγραφική της Μπούμπας, που ετοιμάζει καινούργια έκθεση και στη συγγραφή αυτού του βιβλίου που διαβάζουμε και χαρακτηρίζεται ως μυθιστόρημα. Η εξέλιξη της ζωγραφικής και της συγγραφής παρακολουθείται μέσα από τη σχέση του ζευγαριού, αλλά σχολιάζεται και από τους δευτεραγωνιστές, ένα φιλικό ζευγάρι, τον Τσιτσόπουλο και τη γυναίκα του Βάγια.
Η δομή αντίθετα δεν είναι απλή: Προεξάρχων ο ζωγράφος-συγγραφέας στον ρόλο του αφηγητή σε πρώτο πρόσωπο. Αλλά από το πρώτο μεταπηδά στο τρίτο και πάλι στο πρώτο, ενδοσκοπούμενος και επιχειρώντας να «χωρέσει το χάος σ’ ένα δωμάτιο»• είτε πρόκειται για τη ζωγραφική, είτε για το μυθιστόρημα που γράφει, είτε για τα συσσωρευμένα προϊόντα ενός άκρατου καταναλωτισμού• χωρίς να αφήνει από το πεδίο όρασης και μελέτης τη σχέση πρωτίστως του ζευγαριού, τη σχέση συγγραφέα και αναγνώστη, ούτε να εξαιρεί τα άλλα μυθοποιημένα πρόσωπα, τα οποία αυτοσυστήνονται και μέσα από τα πολλά διαλογικά μέρη του βιβλίου. Η μέθοδος αποσκοπεί σε ένα εγχείρημα που ευθύς εξαρχής δηλώνεται ως δύσκολο ή και αδύνατο με τον υπότιτλο του βιβλίου. Τίτλος: Booba’s, είναι ο αρχειακός τίτλος στον οποίο καταγράφονται και σχολιάζονται τα έργα της Μπούμπας• και υπότιτλος: Σαν τον πίνακα του Φρενχόφερ στο «Άγνωστο αριστούργημα» του Μπαλζάκ και “Πώς να χωρέσετε το χάος σ’ ένα δωμάτιο”. «Δύσκολο» και «αδύνατο», γιατί αναρωτιόμαστε κυριολεκτικά και συμβολικά «πώς να χωρέσει το χάος σ’ ένα δωμάτιο;», και γιατί υπάρχει ο παραλληλισμός με το Άγνωστο αριστούργημα του Ονορέ ντε Μπαλζάκ, ενώ θεωρώ ότι υποβόσκει και Το Δημιούργημα του Εμίλ Ζολά.
Στο πρώτο, το Άγνωστο Αριστούργημα, ο ζωγράφος Φρενχόφερ, στα αποκαλυπτήρια του υποτιθέμενου αριστουργήματός του, υποχρεώνεται, μπροστά στους ομοτέχνους του Νικολά Πουσέν και Φραντς Πόρμπις, να δει στο «αριστούργημά» του ένα χάος χρωμάτων, μια άμορφη μάζα από την οποία ξεχωρίζει μόνο το ένα καλοζωγραφισμένο πόδι του μοντέλου του. Αυτή η συνειδητοποίηση επιφέρει την καταστροφή του πίνακα απ’ τον ίδιο τον ζωγράφο και τον θάνατό του. Στο δεύτερο, το Δημιούργημα, καταγράφεται η αγωνιώδης αναμέτρηση του Κλωντ με τη ζωγραφική, η προσπάθειά του από «αίμα και δάκρυα που τον έκαναν να υποφέρει μέχρι θανάτου για να πλάσει σάρκα, για να δώσει πνοή!»• και όταν αποτυγχάνει να συμπυκνώσει τα πάντα στον ένα και μόνο πίνακα, τον καταστρέφει και πεθαίνει.
Την ίδια αγωνία βιώνει και διατυπώνει κι ο ζωγράφος-συγγραφέας του Γιάννη Πέτσα στους κατ’ ιδίαν στοχασμούς του: Ο καλλιτέχνης ζει ολόκληρη τη ζωή του προσδοκώντας την αναγνώριση και η διάψευση της προσμονής ενέχει «απογοήτευση, εμπάθεια, κατάθλιψη»• ακόμη κι όταν η έμπνευση είναι παρούσα, ο υψηλός της πυρετός δεν διαρκεί, ο ενθουσιασμός υποχωρεί γρήγορα και τότε «αρχίζουν όλου του κόσμου οι δυσκολίες».
Θα μπορούσε να θεωρηθεί, εξαιτίας του τίτλου και του προαναφερθέντος «Πορτρέτου», ότι πρωταγωνίστρια του βιβλίου είναι η Μπούμπα. Αλλά εκείνη που πρωταγωνιστεί είναι η ίδια η Τέχνη. Την τέχνη της ζωγραφικής και του μυθιστορήματος διαπραγματεύεται από πολλές οπτικές το βιβλίο κι η πρόθεση αυτή του συγγραφέα δηλώνεται ευθύς εξαρχής με άτιτλο κείμενο που ακολουθεί το «Πορτρέτο» εν είδει μανιφέστου. Ο σχολιασμός θα αδικούσε το ύφος και την έντασή του, γι’ αυτό μεταφέρεται ως έχει: «Η Τέχνη, εκτός από αγάπη μου και μεγάλη ξεμυαλίστρα, είναι, πρέπει να ξέρετε, κι ένας φαύλος κύκλος από υπηρέτες, πατρικίους, γελωτοποιούς, αυλοκόλακες, φαφλατάδες και πριγκιπέσες, που, κλεισμένος ο καθένας τους στην τρύπα του, τη φτιασιδώνει όσο μπορεί, την καλαφατίζει, και την πουλάει ύστερα στον δρόμο μαζί με άλλες πραμάτειες. Αλλά, όλα αυτά τα καλούδια, άλλοτε κάνουν το βάρος τους σε χρυσό κι άλλοτε δεν πιάνουν μία, γιατί κάθε φορά η σοδειά σου εξαρτάται απ’ τον καιρό κι από τον άρχοντα» (σ. 13). Και προς επίρρωση, ο αναγνώστης θα διαπιστώσει ότι το έργο της Μπούμπας απογειώνεται, όταν ο Μπλούμπεργκ, διευθυντής του μουσείου μοντέρνας τέχνης της Καλκούτα, αγοράζει ένα έργο της.
Έτσι το ενδιαφέρον της ανάγνωσης δεν το κινεί η πλοκή αλλά οι αντιθέσεις, τα ερωτήματα που τίθενται, οι απαντήσεις, όταν δίνονται, οι προβληματισμοί που εγείρονται από το πολύπλοκο κουβάρι της τέχνης. Και τα θέματα που αναφύονται συνεχώς: Ο ζωγράφος-συγγραφέας μιλώντας για την τέχνη της Μπούμπας εκφράζει και τις προσωπικές του θέσεις; Σε ποιο βαθμό ο μυθοποιημένος ζωγράφος-συγγραφέας εκπροσωπεί τον πραγματικό ζωγράφο-συγγραφέα; Πού ταυτίζεται και πού αποκλίνει η ζωγραφική με το μυθιστόρημα; Πόσο πιεστική ή λυτρωτική είναι η σχέση ζωγράφου και συγγραφέα; Η διττή αυτή ταυτότητα αναδύεται ψηλότερα από τα άλλα θέματα, εμφανής και στο ίδιο το έντυπο: το εξώφυλλο κοσμεί πίνακας του Γιάννη Πέτσα ενώ στο οπισθόφυλλο αναγράφεται απόσπασμα από το βιβλίο.
Ο συγγραφέας διευκολύνει τις απαντήσεις μας, γιατί μας επιτρέπει να παρακολουθήσουμε την καθημερινότητα ενός καλλιτεχνικού ζευγαριού, στην οποία πρωταγωνιστεί η τέχνη, όχι ξέχωρα από τη βιοποριστική και την κοινωνική του ζωή και τα πολλά και διαφορετικά «θέλω» που στοιχίζονται ωστόσο κάτω από την αγάπη και τις κοινές ηθικές αξίες, αποκαλύπτοντας μια σχέση που είναι: «αέρας και φωτιά, διαρκώς στην κόντρα και διαρκώς στο απόλυτο δόσιμο».
Η Μπούμπα, για παράδειγμα, ζωγραφίζει από ανάγκη, δεν καταπιέζεται• πιστεύει στο τυχαίο• δεν αναφέρεται στη δουλειά της, ακόμη σπανιότερα την επιδεικνύει και φείδεται δηλώσεων. Ο ζωγράφος-συγγραφέας είναι ένα συνονθύλευμα πραγμάτων• αποστρέφεται τις δημόσιες εμφανίσεις, αγαπά τη beat generation, τα βιβλία τσέπης και τα φτηνά φαγητά. Πιστεύει ότι στην τέχνη δεν υπάρχει παρθενογένεση, αλλά υπάρχει σύγκλιση, συλλογικό ασύνειδο, μνήμη, παιδεία, κόπος, σπουδή και πολλά μαγαζιά που δεν είναι όλα σε φωτεινούς δρόμους, έτσι που να συχνάζουν σ’ αυτά οι πολλοί, αλλά σε παράδρομους και αδιέξοδα. Θίγονται ζητήματα που σχετίζονται με τον χρόνο, με την αναγνώριση, με την πληρότητα του καλλιτέχνη, αλλά και πολλά άλλα που αφορούν στην αγορά της τέχνης, στην «Αγορά των ιδεών», στον φιλοκερδή κόσμο των γκαλερί, στον ρόλο της δημοσιότητας, στην προσωρινότητα των καλλιτεχνικών ρευμάτων που μοιάζουν με βεγγαλικά• στην ελευθερία των social media από τη μια και στην ανελευθερία από την άλλη• στις κριτικές που γράφονται από ευθυνοφοβία και άγνοια, ίδια «ραπόρτα» που αγνοούν έργο και δημιουργό. Υποβόσκει συγχρόνως και μια διακειμενική ανάγνωση που την συνιστούν ζωγράφοι, μουσικοί, κινηματογραφικές ταινίες.
Κι ο ζωγράφος-συγγραφέας; Είναι διαφωτιστικό να μιλάει ένας ζωγράφος για το έργο του; Πολλές φορές οι κουβέντες είναι υποδεέστερες του έργου• άλλες φωτίζουν, άλλες συσκοτίζουν κι άλλες, όπως επισημαίνει ο ίδιος ο συγγραφέας εξυπηρετούν μόνο το εγώ του καλλιτέχνη. Το βιβλίο του Γιάννη Πέτσα έχει την ιδιαιτερότητα να μην κατατάσσεται στα δοκίμια ή στις μαρτυρίες-περιγραφές για τη δική του τέχνη ή για το έργο των ομοτέχνων του. Είναι ένα μυθιστόρημα που ισομερίζεται ανάμεσα στη ζωγραφική και τη συγγραφή. Και σχετικά με τη δεύτερη, περιορισμένη στον χώρο του μυθιστορήματος, αποκαλύπτονται η μαστορική, οι δυσκολίες, οι προθέσεις, οι αρετές, οι επιδιώξεις: Η ζωγραφική είναι σαν όνειρο που σε παρασέρνει, αλλά το μυθιστόρημα είναι λίγο ψυχοβγάλτης• γράφεται και διαγράφεται πολλές φορές, αφού ξεπεραστεί ο φόβος της λευκής σελίδας και του υπερτροφικού «εγώ»• χωρίς φτιασιδώματα, απλά• με την αγωνία να υποβόσκει ανάμεσα στην αλήθεια και στο ψέμα, στην ανασφάλεια, στη μετριότητα, στη μοναξιά, στην αγωνία για την ανταπόκριση του αναγνώστη, στην επίγνωση της επισκίασης από προγόνους γίγαντες-δημιουργούς, στην προσπάθεια αντίστασης στον «κοινωνικώς αποδεκτό παραλογισμό».
«Αυτό που γράφω εδώ άλλωστε δεν είναι δοκίμιο, ούτε καν ένα αποστασιοποιημένο γραπτό, είναι σπαράγματα απ’ την προσωπική μου ζωή, αλεσμένα με σκέψεις μου για την Τέχνη και το μυθιστόρημα. Μπορεί να μην έχει ή και να έχει λογοτεχνική αξία, να μην εμπεριέχει τίποτα αποφθεγματικό ή να είναι αφοριστικό… ακόμα κι εντελώς μάταιο. Αλλά, σ’ έναν κόσμο τόσο γυμνό –με το χέρι στην καρδιά–, ποιος νοιάζεται;» (σσ. 419-420). Ίσως σ’ αυτό τον εξομολογητικό λόγο μυθοποιημένο προσωπείο και πρόσωπο ταυτίζονται.
Δανείζομαι, ως επίλογο, την τελευταία φράση του συγγραφέα «δεν ξέρω… είναι πολύ δύσκολο να μιλάς για Τέχνη και να μην λες γελοιότητες», ως αποτρεπτική της αλήθειάς της για το δικό μου κείμενο. Αν και από την ουσία της δεν μπορεί να ξεφύγει κανείς εύκολα, όταν την ίδια θέση διατυπώνει και ο μεγάλος Λέων Τολστόι.