Σου φαίνεται γελοίο;

Με αφορμή το «Captain Fantastic» του Ματ Ρος & το «Ο Χορευτής» του Στίβεν Κάντορ

Δείτε πού παίζονται οι ταινίες

Στο ξεκίνημα του «Captain Fantastic», η κάμερα μπαίνει βαθιά μέσα σε ένα δάσος, όπου ένας καμουφλαρισμένος, βαμμένος, ημίγυμνος έφηβος, σκοτώνει με το μαχαίρι του ένα ελάφι. Όταν πλησιάζουν άλλα πέντε μικρότερα παιδιά κι ο Βίγκο Μόρτενσεν, ο Μόρτενσεν, παίρνοντας αίμα από το ελάφι και βάφοντας περαιτέρω το πρόσωπο του εφήβου, ανακοινώνει ότι «σήμερα πέθανε το παιδί και γεννήθηκε ο άντρας». Και σαν να μην ήταν τα πράγματα ήδη αρκετά εξωφρενικά, του δίνει να φάει από την καρδιά του ελαφιού, λες και βρισκόμαστε στον τόπο και το χρόνο του «Apocalypto».

Αν το σενάριο ήταν κάποιου άλλου, θα πίστευες ότι ο Ρος δεν κατάλαβε τι γύριζε

Το εξωφρενικό της σκηνής έγκειται στο ότι δε διαδραματίζεται στην εποχή των Μάγια, αλλά στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής του σήμερα. Ο άνθρωπος αυτός μεγαλώνει τα έξι παιδιά του εκεί, στην απομόνωση από την κοινωνία, σε μια καλύβα στο δάσος. Δεν τα μαθαίνει όμως μόνο να κυνηγούν για την τροφή τους, να σκαρφαλώνουν σε βράχους ή να παλεύουν με μαχαίρια, δε μεγαλώνει μικρούς αγρίους. Ταυτόχρονα τους παρέχει, μακριά από το επίσημο εκπαιδευτικό σύστημα, την πιο προχωρημένη και ουσιαστική εκπαίδευση. Τόσο προχωρημένη, που ο ελαφοκτόνος γιος έγινε μόλις δεκτός σε όλα -όλα όμως- τα κορυφαία Πανεπιστήμια της χώρας. Kαι Χάρβαρντ και Πρίνστον και Γιέιλ και Στάντφορντ και Μπράουν. Και δεν είναι το μόνο παιδί θαύμα. Όλα, και τα έξι, ξέρουν να σου πουν και για κβαντική φυσική, ξέρουν να σου πουν και για τον Μπαχ, ξέρουν να σου εξηγήσουν και γιατί η καταναλωτική κουλτούρα έχει διαστρέψει το νόημα της δημοκρατίας. Δε διαβάζουν μόνο τη «Λολίτα» και τους «Αδελφούς Καραμαζόφ», αλλά και βιβλία όπως το «Middlemarch» και το «Όπλα, Μικρόβια κι Ατσάλι». Όλη η οικογένεια μαζί δε, γιορτάζει αντί για Χριστούγεννα κι Ευχαριστίες, τα γενέθλια του Νόαμ Τσόμσκι. Και ο νους τους και το σώμα τους χαίρουν άκρας υγείας.

«Captain Fantastic» του Ματ Ρος

Αλλά είναι άραγε ακριβώς έτσι; Όταν υπάρχει η μόρφωση, υπάρχει και η δυνατότητα επιβίωσης στη φύση, τι λείπει; Ανεξάρτητα από το πόσο αναληθοφανές είναι αυτό το σκηνικό, τι ρόλο παίζει μέσα σε αυτό το φιλοσοφικό σύστημα που έχει χτίσει ο πατέρας, η κοινωνία και η κοινωνικοποίηση, η ζωή των άλλων ανθρώπων, ο συγχρωτισμός και η αλληλεπίδραση με άλλους ανθρώπους; Ο μεγάλος γιος θα του πει πως δεν ξέρει τελικά τίποτα, παρά μόνο αν προέρχεται μέσα από τις σελίδες ενός βιβλίου. Tι ακριβώς επιδιώκει αυτός ο άνθρωπος; Πού θα μπορούσε να καταλήξει θεωρητικά όλο αυτό; Να ζουν τα παιδιά του για πάντα εκεί; Προφανώς και όχι, εκτός κι αν ήθελε να ζευγαρώνουν τα αγόρια του με τα κορίτσια του και να φτιάχνουν τις δικές τους οικογένειες. Γιατί ακριβώς τα προετοιμάζει τότε; Όταν τα βάζει να σκαρφαλώνουν τους βράχους, τους μαθαίνει κάτι που θα τους φανεί πολύτιμο ή τους εκθέτει σε αχρείαστους μεγάλους κινδύνους; Υπάρχει μια στιχομυθία στην ταινία, όπου στην πόλη που έχουν βρεθεί, η αδελφή του πατέρα του λέει ότι γίνεται γελοίος. Εκείνος της απαντάει: Είναι γελοίο να ξέρεις πώς να επιβιώνεις στο δάσος με μόνο ένα μαχαίρι; Είναι γελοίο να ξέρεις πώς να φτιάχνεις ρούχα από δέρμα ζώων; Σου φαίνεται γελοίο αυτό;

Kαι κάπου σε αυτή τη στιχομυθία θα μπορούσε να συνοψιστεί το βασικό πρόβλημα της ταινίας. Ενώ σου προσφέρει ένα σωρό δεδομένα τα οποία θα μπορούσαν να αποτελούν την βάση είτε ενός ευθέως σατιρικού έργου, είτε κάτι ενδιάμεσο, υπόγεια ειρωνικό, που να παλαντζάρει αμφίσημα ανάμεσα στη συμπάθεια για τον ήρωα και την αποδόμησή του, ο σκηνοθέτης Ματ Ρος μοιάζει να τα αντιμετωπίζει όλα από σκοπιά θαυμαστική και υμνητική. Το θέμα δεν είναι τόσο ότι δικαιώνει και παίρνει το μέρος του ήρωά του και των επιλογών του. Το θέμα είναι ότι τον δικαιώνει, έχοντας ως πρώτη ύλη μια σειρά από φοβερές και τρομερές δηθενιές, με τις οποίες εντυπωσιάζεται ο ίδιος και θέλει να εντυπωσιάσει κι εμάς. Σχεδόν αδυνατείς να πιστέψεις ότι όλα αυτά τα δεδομένα τα παίρνει εντελώς στα σοβαρά. Είναι σαν να λειτουργεί ερήμην του υλικού του. Αν το σενάριο ήταν κάποιου άλλου, θα πίστευες ότι ο Ρος δεν κατάλαβε τι γύριζε, ότι το παρερμήνευσε εντελώς και του διέστρεψε το νόημα. Κι όμως, είναι δικό του.

«Captain Fantastic» του Ματ Ρος

Έχουμε έναν ήρωα που προς το τέλος της ταινίας φοράει συνεχώς ένα τι σερτ «Τζέσε Τζάκσον, 88». Κανονικά θα έπρεπε σαν άλλος Λεμπόφσκι να σε κάνει να μη βγάζεις ποτέ το χαμόγελο από το πρόσωπό σου. Αλλά είναι πια αργά. Ο Ματ Ρος έχει παραδοθεί τόσο άκριτα στον ήρωα που έφτιαξε, που μοιάζει να θεωρεί ότι είναι πολύ κουλ αυτό το μπλουζάκι.

Η αριστεία είναι φυτευμένη στο DNA, αν όχι όλης της αμερικάνικης κουλτούρας, πάντως του αμερικάνικου σινεμά

Ο Ματ Ρος μοιάζει να θεωρεί ότι είναι πολύ κουλ που οι γονείς έδωσαν στα παιδιά τους ονόματα όπως Μπόντεβον, Βέσπιρ, Ρέλιαν, προκειμένου να μην τα έχει κανείς άλλος στον κόσμο. Ο Ματ Ρος μάς δείχνει το γιο να εξηγεί στον πατέρα τη διαφορά της ορολογίας μεταξύ Trotskyist και Trotskyite. Τουλάχιστον εδώ το βλέπει και λίγο ειρωνικά; Μπα. Είναι τεράστιος ο γιος που την είπε στον πατέρα, είναι τεράστιος ο πατέρας που του έχει παράσχει μόνος του, άντε και με τη βοήθεια της γυναίκας του, τέτοιους πλατείς ορίζοντες και κυρίως είναι τεράστιος ο Ματ Ρος που ξέρει τόσα πολλά και μας καναλάρει όλα όσα ξέρει για τον κόσμο, βομβαρδίζοντάς μας με τσιτάτα και αφορισμούς, με τα οποία πατέρας και παιδιά αλληλοεντυπωσιάζονται. Και πέραν από αυτό, είτε με τη μία είτε με την άλλη μορφή, η αριστεία είναι φυτεμένη στο DNA, αν όχι όλης της αμερικάνικης κουλτούρας, πάντως του αμερικάνικου σινεμά. Μας ενδιαφέρουν αυτοί που ξεχωρίζουν σε βαθμό αδιανόητα καλό. Που γίνονται δεκτοί στην ελίτ των Πανεπιστημίων ενώ σκοτώνουν ελάφια, ή, όπως είχαμε δει πριν μερικές εβδομάδες, ακόμα κι αν είναι αυτιστικοί, είναι μαθηματικές ιδιοφυΐες και τρομεροί action heroes.

«Captain Fantastic» του Ματ Ρος

Aπό την άλλη, οφείλουμε νομίζω να διαχωρίζουμε το κατά πόσο μας πείθει μια ταινία για την αλήθειά της και κατά πόσο έχει λόγο ύπαρξης. Όσο και αν στραβώνεις τελικά με το «Captain Fantastic», δεν είναι μια ταινία που γυρίστηκε για να γυριστεί χωρίς όραμα από πίσω. Αν λέγαμε όμως ότι παρ’ όλη τη δηθενιά της, η ταινία είναι «ενδιαφέρουσα», ο χαρακτήρας του Μόρτενσεν -που είναι παρεμπιπτόντως υπέροχος στο ρόλο του- θα μας αποστόμωνε, εξηγώντας μας ότι αυτή είναι μια «μη λέξη», ότι από μόνη της δε λέει απολύτως τίποτα, ότι πρέπει να εξηγήσουμε τι ακριβώς βρήκαμε ενδιαφέρον. Ευτυχώς δεν είμαι παιδί του για να χρειαστεί να ανταποκριθώ στα υψηλά του στάνταρ. Κι ευελπιστώ ότι κι ο αναγνώστης, που επίσης δεν θα έχει περάσει αντίστοιχη υψηλή εκπαίδευση, θα αρκεστεί στα ως τώρα, γιατί ήδη ξεπέρασα τις χίλιες λέξεις κι έχουμε για άλλη μια ταινία να μιλήσουμε.

«Captain Fantastic» του Ματ Ρος

Ενώ το «Captain Fantastic» είναι μια ταινία μυθοπλασίας που προσφέρει μια ιστορία που δεν πείθει, ο «Χορευτής» είναι ένα ντοκιμαντέρ που προσφέρει μια ιστορία που τελικά δυσκολεύεσαι να καταλάβεις ποια είναι. Η ιστορία ενός εντελώς ξεχωριστού χορευτή, από πλευράς ταλέντου, ενός σύγχρονου Νουρέγιεφ; Η ιστορία ενός χορευτή που μόλις έφτασε στην κορυφή, καθώς έγινε σε ηλικία 21 ετών ο νεότερος πρώτος χορευτής στην ιστορία του Βασιλικού Μπαλέτου του Λονδίνου και ενάμιση χρόνο αργότερα αποφάσισε να τα παρατήσει;

Δεν καταλάβαμε καν τον άνθρωπο Πολούνιν

Μα δεν τα παράτησε γενικά. Μολονότι το ντοκιμαντέρ μας δείχνει την πορεία του στα χρόνια μετά την παραίτηση και τελειώνει σε ένα σημείο που ο Σεργκέι Πολούνιν σκέφτεται να αποσυρθεί συνολικά, δεν χρειάζεται καν να γκουγκλάρεις, αρκεί να βγεις στους δρόμους της Αθήνας για να δεις αφίσες που διαφημίζουν την παράσταση που θα δώσει σε λίγες μέρες στη χώρα μας. Τότε μήπως είναι η ιστορία ενός χορευτή που έκανε ένα μεγάλο λάθος, αποχωρώντας από το Βασιλικό Μπαλέτο του Λονδίνου, για το οποίο το μετανιώνει; Ακόμη και αν ίσχυε αυτό, δεν προκύπτει σε καμία περίπτωση από το ντοκιμαντέρ. Μήπως, τέλος, είναι η ιστορία ενός χορευτή που πήρε συνειδητά μια ασυνήθιστη και αντισυμβατική απόφαση, για την οποία δεν το μετανιώνει; Όχι, δεν καταλάβαμε τελικά ούτε αν δεν το μετανιώνει. Βασικά δεν καταλάβαμε καν τον άνθρωπο Πολούνιν.

 «Ο Χορευτής» του Στίβεν Κάντορ

Γεννημένος στη Χερσώνα της Ουκρανίας, στο μαγικό έτος 1989 από φτωχούς γονείς, είχε την τύχη να έχει μια μητέρα που ήταν στοχοπροσηλωμένη στο να αναδείξει τα ταλέντα του παιδιού της και να κάνει ό,τι μπορεί για να τα υπηρετήσει. Ταλέντα τα οποία βέβαια και το ίδιο το παιδί είχε στον υπέρτατο βαθμό. Ο συνδυασμός αυτός τους έφερε από τη σχολή χορού της Χερσώνας στο Κίεβο. Όπου έπρεπε όμως να πληρώνει υψηλά δίδακτρα, καθώς ο επάρατος κομμουνισμός είχε επιτέλους μόλις πέσει. Και η οικογένεια διασπάστηκε. Η μάνα στο Κίεβο, ο πατέρας στην Πορτογαλία, η γιαγιά στην Ελλάδα. Φρόντιζε μια υπερήλικη γυναίκα. Έχουμε στο μυαλό μας ότι όλες αυτές οι ανατολικοευρωπαίες που ήρθαν για να φροντίζουν, κάνουν παρέα, μαγειρεύουν, δίνουν φάρμακα, ξεσκατίζουν τις γιαγιάδες μας, το έκαναν μόνο για σκοπούς επιβίωσης. Εδώ το κίνητρο ήταν να προωθηθεί μια λαμπρή καριέρα. Τρεις άνθρωποι στα τρία σημεία του ορίζοντα για να πετύχει το πρότζεκτ Πολούνιν. Από την Χερσώνα στο Κίεβο και από το Κίεβο στο Λονδίνο. Στα κράτη που δεν ανακάλυψαν τον καπιταλισμό χθες, υπάρχει χώρος για υποτροφίες για τους εξαιρετικά προικισμένους. Ο Σεργκέι γίνεται δεκτός στο Βασιλικό Μπαλέτο του Λονδίνου, η μητέρα του αναγκάζεται να φύγει γιατί έληγε η βίζα της και ο Σεργκέι ζει μόνο για το χορό πλέον.

Κι όταν φτάνει στην κορυφή, θα πέσει από αυτήν οικειοθελώς γρήγορα. Δεν έβρισκε πια το νόημα για να συνεχίσει να πειθαρχεί διαρκώς και να κάνει κάτι τόσο επίπονο. Ήταν το μόνο που έκανε ως τώρα στη ζωή του, όλη η ζωή του ήταν ο πόνος και η πειθαρχία. Τώρα τα απαρνείται. Όταν μπαίνει μπροστά το πρέπει, ακόμα και όταν αφορά αυτό που αγαπάς να κάνεις, το πρέπει αλλοιώνει τη φύση της αγάπης σου. Φυσικά και μπορεί ένας επαγγελματίας να κάνει με αγάπη και πάθος τη δουλειά του, αλλά εκείνο που δεν μπορεί να κάνει ένας επαγγελματίας, είναι να μην την κάνει όταν τυχόν δεν έχει διάθεση. Είναι περίπλοκη η σχέση της επαγγελματικής υποχρέωσης, με την επιθυμία και το πάθος για αυτό που κάνεις. Άλλοτε συμβιώνουν δημιουργικά, άλλοτε η υποχρέωση μπλοκάρει το πάθος. Αν, εν πάση περιπτώσει, μένει κάτι από την περίπτωση του Πολούνιν, είναι ότι στην εποχή μας έχουμε μάθει αυτά να μη μπαίνουν υπό την παραμικρή αμφισβήτηση, να τίθενται ως αυτονόητες αλήθειες. Ότι αφού δηλαδή πρόκειται για τέχνη ή για επαγγελματικό αθλητισμό, ο σταρ ή ο πρωταθλητής γουστάρει κιόλας πάντα αυτό που κάνει. Ενώ ενίοτε μπορεί να είναι και για αυτόν φορτίο δυσβάσταχτο.

 «Ο Χορευτής» του Στίβεν Κάντορ

Το βίντεο με τον Πολούνιν να χορεύει το «Take me to Church» του Ηοsier, που έγινε viral και έχει φτάσει κοντά στα 17 εκατομμύρια χτυπήματα ως τώρα, γυρίστηκε για να μπει στην ταινία και ο σκηνοθέτης David LaChapelle το ανέβασε μόνος του στο ίντερνετ. Ο Σεργκέι Πολούνιν είναι ένας εξαιρετικά γοητευτικός χορευτής. Δεν ξέρω αν είναι γοητευτική ή μη προσωπικότητα. Ο «Χορευτής» του Στίβεν Κάντορ δε θα μας βοηθήσει να το καταλάβουμε. Και όσο παραμένει θολή η προσωπικότητα του ανθρώπου που (δεν) σκιαγραφείται, έτσι τελικά γίνεται θολή η ταινία που βλέπουμε. Αν πάντως το ξεπεράσουμε αυτό το θεματάκι, μπορούμε να απολαύσουμε ένα μαγευτικό χορευτή. Ας μην καταλάβαμε τελικά τον άνθρωπο πίσω από τον χορευτή. Δεν χάλασε και ο κόσμος. Αλλά σαφώς δεν πέτυχε και η ταινία.

 «Ο Χορευτής» του Στίβεν Κάντορ

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.